νεοχειροτόνητος

νεοχειροτόνητος
νεοχειροτόνητος, -ον (Μ)
1. (για ιερέα) αυτός που χειροτονήθηκε πρόσφατα
2. (για βασιλιά) αυτός που ανέβηκε στον θρόνο πρόσφατα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”